- εὔμηρος
- εὔμηροςwith beauliful thighsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύμηρος — εὔμηρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους μηρούς … Dictionary of Greek
εὔμηρον — εὔμηρος with beauliful thighs masc/fem acc sg εὔμηρος with beauliful thighs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμηροι — εὔμηρος with beauliful thighs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek